Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2011

Εισαγωγή
    Η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 προκάλεσε μεγάλες δυσχέρειες στο εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδος αλλά και στην υπερπόντια ελληνική ναυτιλία, που επέφερε αναπόφευκτες συνέπειες στον απαραίτητο εφοδιασμό από το εξωτερικό του ελληνικού πληθυσμού. Με την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς η Ελλάδα μετατρέπεται σε θέατρο επιχειρήσεων. Ο στρατός, που έχει προτεραιότητα στη διατροφή, απορροφά μεγάλο μέρος από τα αποθέματα τροφίμων και έτσι λιγοστεύουν συνεχώς οι ποσότητες που απομένουν για τον αστικό πληθυσμό. Κάθε διαθέσιμο συνάλλαγμα φυλάσσεται για την αγορά πολεμοφοδίων.
    Η επιστράτευση στερεί τη γεωργία από τα απαραίτητα εργατικά χέρια, ενω η επίταξη των μεταφορικών μέσων και των υποζυγίων αποδυναμώνει και δυσχεραίνει καταστροφικά την παραγωγή. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η παρατεταμένη ξηρασία που οδηγεί σε μεγάλη μείωση της φθινοπωρινής σποράς (μόνο το 1/10 της κανονικής) αλλά και η έλλειψη σπόρων, λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και καυσίμων εξαιτίας του πολέμου.
    Το 1941 η σοδειά έχει πέσει στο μισό τόσο εξαιτίας του πολέμου αλλά και εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Το εθνικό εισόδημα, που φτάνει το 1939 τα 62,8 δισεκατομμύρια δραχμές, πέφτει το 1941 στα 23. Οι εισαγωγές παύουν εντελώς, ενώ πολλά εργοστάσια κλείνουν εξαιτίας της έλλειψης πρώτων υλών και καυσίμων.
    Η ναυτιλία, που αποτελούσε ζωτικό πόρο για τη χώρα, παραλύει, όπως και η αλιεία που απαγορεύεται για στρατιωτικούς λόγους. Οι μεταφορές, σιδηροδρομικές και οδικές, περιορίζονται στο ελάχιστο.
    Με τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο η χώρα υπέστη ολέθριο πλήγμα στην οικονομική υποδομή της που θα τη σημάδευε και θα την έφερνε πολλά χρόνια πίσω. Για να μπορέσει να ανακάμψει, θα χρειάζονταν πολλά χρόνια, ακόμη κι αν μετά τον πόλεμο ακολουθούσε ειρηνική περίοδος ανοικοδόμησης. Το γεγονός ότι μετά τη σύρραξη ακολουθεί σκληρή και εξαντλητική Κατοχή, τόσο από πλευράς υλικών όσο και ανθρώπινων πόρων, αποδεικνύει το μέγεθος της καταστροφής, αλλά και την απελπιστική κατάσταση στην οποία θα περιέλθει το ελληνικό στοιχείο.

    Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Ελλάδα και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της. Συγχρόνως, οι Βούλγαροι, με την άδεια των Γερμανών, καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Η χώρα διαιρείται σε τρεις ζώνες κατοχής: τη γερμανική (Θεσσαλονίκη, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης, Μήλος, Αίγινα, Σαλαμίνα, το αεροδρόμιο Τατοΐου και Ελληνικού, Κηφισιά, Χαλάνδρι, Εκάλη, Ελευσίνα, λιμάνι του Πειραιά και σιδηρόδρομος Αθήνας-Θεσσαλονίκης), την ιταλική (Πελοπόννησος, Ήπειρος, Θεσσαλία, Κυκλάδες, Σποράδες, Σάμος, Ιόνια νησιά και ανατολική πλευρά της Κρήτης) και τη βουλγαρική.
    Στην υπόλοιπη Ελλάδα υπήρχε ουσιαστικά γερμανική διοίκηση αφού η ιταλική υπάκουε στις εντολές των Γερμανών. Και οι δύο κατακτητές πάντως φέρθηκαν στους Έλληνες με την ίδια και μεγαλύτερη σκληρότητα από αυτήν των Βουλγάρων, αν και οι Ιταλοί πολλές φορές υπήρξαν πιο ανεκτικοί. Χαρακτηριστικό, πάντως, και των τριών ήταν η αλόγιστη και χωρίς όρια εκμετάλλευση του ελληνικού πλούτου και η αδιαφορία για την απογύμνωση και την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας.
   

Οι Γερμανοί στο Αυλωνάρι. Η πείνα της κατοχής
    Τους καλοκαιρινούς μήνες του 1941 δεν υπήρξαν μεγάλες ελλείψεις σε τρόφιμα στο Αυλωνάρι. Τον χειμώνα όμως του 1941υπήρξε τρομακτική έλλειψη, η λεγόμενη «κατοχική πείνα», που όσοι δεν την έζησαν δύσκολα μπορούν να την κατανοήσουν. Βασικό προϊόν το λάδι που ευτυχώς αρκετοί Αυλωναρίτες είχαν φροντίσει να αποθηκεύσουν για ώρα ανάγκης.
    Το σιτάρι με τα όσπρια ήταν λιγοστά. Με ανταλλαγή λαδιού συμπληρώνονταν κι’ αυτά. Τα κηπευτικά είδη στην περίοδο του καλοκαιριού περιόρισαν στο ελάχιστο την κατανάλωση των οσπρίων. Κατά το φθινόπωρο πάλι τα λάχανα, τα κουνουπίδια και τα χόρτα όλο το χειμώνα με μπόλικο λάδι, αποτελούσαν τη βασική τροφή του κόσμου.
    Στα πάρα πάνω πρέπει να προστεθούν τα φρέσκα σύκα το καλοκαίρι και τα ξερά το χειμώνα, που μαζί με τα αμύγδαλα και τα καρύδια ήταν τα γλυκίσματα της εφιαλτικής εκείνης περιόδου. Για ζάχαρη χρησιμοποιούσαν το πετιμέζι και όσοι είχαν μελίσσια το μέλι. Με αυτά αντικαθιστούσαν τη ζάχαρη που σπάνιζε τότε.
    Βέβαια η παραγωγή σιταριού το καλοκαίρι του 1941 ήταν αρκετά περιορισμένη σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά κι’ αυτό διότι ο προηγούμενος χειμώνας ήταν αρκετά ήπιος και δεν είχε πολλές βροχές. Βέβαια οι νερόμυλοι του Αυλωναρίου, όπως και ο αλευρόμυλος του Γεωργικού Συνεταιρισμού δεν σταμάτησαν καθόλου την λειτουργία τους. Όμως παρατηρήθηκε μερική έλλειψη ψωμιού στους κατοίκους αλλά και στους Γερμανούς στρατιώτες που στρατοπέδευαν στο Αυλωνάρι.
    Σύμφωνα με αναφορά του ο Γερμανός ανθυπολοχαγός Habermeier, Φρούραρχος του Αυλωναρίου, προς το Φρουραρχείο Θεσσαλονίκης ζητά να υποστηρίξει αίτηση του Προέδρου της Κοινότητας Αυλωναρίου «δια την λήψιν σιτηρών και αλεύρων».

Φρουραρχείον Αυλωναρίου 13-7-1941
24971

Προς το Φρουραρχείον Θεσσαλονίκης

Το Φρουραρχείον Αυλωναρίου πιστοποιεί εν τη πλήρει του εκτάσει την έκθεσιν του εδώ Προέδρου της Κοινότητος σχετικώς με την επισιτιστικήν κατάστασιν της Κοινότητος. Οι δηλωθέντες αριθμοί υπό του Προέδρου δια την μείωσιν των σιτηρών ένεκεν της κακής παραγωγής φαίνονται πέρα για πέρα αξιόπιστοι. Ημείς οι ίδιοι κάμνωμεν την διαπίστωσιν τούτου ενώ οι κάτοικοι ζητούν ψωμί από τους στρατιώτας μας και τούτο ευθύς αμέσως μετά τον θερισμόν. Εάν δεν επακολουθήσει μία επαναδιανομή άρτου μετ’ ου πολύ θα επέλθη πολύ σοβαρωτέρα έλλειψις.
Επειδή το εδώ τάγμα μας δια την τωρινήν του διατροφήν εντέλεται την αγοράν των τροφίμων του από τους κατοίκους, έχομεν και ημείς οι ίδιοι ενδιαφέρον δια την ζητουμένην διανομήν. Δι’ αυτούς τους λόγους σας παρακαλώ να υποστηρίξετε αποτελεσματικώς τον Πρόεδρον της Κοινότητος εις την αίτησίν του δια την λήψιν σιτηρών και αλεύρων.

Habermeier
Ανθυπολοχαγός, Φρούραρχος

    Όμως η έλλειψη τροφίμων είχε να κάνει και με την επιστροφή πολλών οικογενειών Αυλωναριτών που διέμεναν μέχρι πριν στην Αθήνα και την Χαλκίδα και λόγω του πολέμου με τους Ιταλούς εγκατέλειψαν τις πόλεις. Είχε παρατηρηθεί τότε το αδιαχώρητο στο Αυλωνάρι. Γέμισαν όλα τα σπίτια κόσμο με αποτέλεσμα μεγάλη αύξηση του πληθυσμού. Το Αυλωνάρι ξεπέρασε τους 2000 κατοίκους οι οποίοι αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια της κατοχής, αφού κάτοικοι από τα χωριά της Κύμης εγκαταστάθηκαν στο Αυλωνάρι λόγω της πείνας.
    Την έλλειψη αλεύρου έχει επισημάνει και ο Διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής Αυλωναρίου, παραμονές της Γερμανικής κατοχής στο Αυλωνάρι, ο οποίος με έγγραφό του προς τον Συνεταιρισμόν Αυλωναρίου στις 18 Απριλίου 1941 ζητεί να αλευροποιήσει
«τον ευρισκόμενον εις χείρας σας σίτον και παραδώσητε τούτον εις τους εμπόρους Ιωάννην Κούκην και Νικόλαον Παππάν ίνα διατεθή εις το κοινόν της κωμοπόλεως επί αμέσω καταβολή του αντιτίμου παρά των εν λόγω εμπόρων».
    Όμως η κατοχική πείνα του χειμώνα 1941-1942 δεν είχε προηγούμενο. Ο κόσμος περιόρισε στο ελάχιστο τις ανάγκες του και όλοι στη διατροφή τους είχαν για καλύτερο πιάτο τα άγρια χόρτα και την μπομπότα (πίτα φτιαγμένη με αλεύρι από καλαμπόκι). Κάποιες φορές έγιναν διανομές ζαχαρίνης από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό σε οικογένειες που είχαν μικρά παιδιά.
    Οι μεγάλοι περιορίζονταν στα ροφήματα με πετιμέζι, σύκα αμύγδαλα και καρύδια. Ακόμα και τα κρεμμύδια με τα σκόρδα είχαν την δική τους διατροφική αξία στο τραπέζι της οικογένειας. Πολλοί που έτρεφαν κατσίκες, πρόβατα, κότες είχαν κρέας αλλά δεν είχαν ψωμί, το έτρωγαν σκέτο. Από τις κατσίκες πάλι μάζευαν το γάλα για να πίνουν κυρίως τα παιδιά και όσο περίσσευε το έκαναν τυρί και έπιναν οι μεγάλοι το τυρόγαλο.
    Πολλά παιδιά πήγαιναν στα μαγειρεία των Γερμανών την ώρα που έτρωγαν και ότι περίσσευε οι Γερμανοί τους το μοίραζαν. Έμπαιναν τα παιδιά στη σειρά με ένα τενεκεδάκι στο χέρι και το γέμιζαν ρύζι, μακαρόνια, μπιζέλια και έτσι έτρωγαν. Θύματα από τον υποσιτισμό στο Αυλωνάρι δεν υπήρξαν.
    Χρήματα ο κόσμος δεν είχε. Αγόραζες συνήθως είδος με είδος. Έδινες λάδι και έπαιρνες σιτάρι ή καλαμπόκι. Μαύρη αγορά σε μεγάλη έκταση στο Αυλωνάρι δεν είχαμε. Όμως υπήρξαν άνθρωποι που έκαναν τέτοιες συναλλαγές, όπως ο Σταύρος Παπαγεωργίου (Κοραρής), ο Πτολεμαίος Παπασταματίου, ο Παναγιώτης Φραγκούλης. Για κάθε οκά λάδι έδιναν πέντε οκάδες καλαμπόκι.
    Ο καφές έλειπε και πολλοί τον έφτιαχναν από ρεβίθια, ή κουκούτσια χαρουπιών, αφού τα καβούρντιζαν. Για τσιγάρα ούτε λόγος να γίνεται. Το τσιγάρο κόστισε ένα εκατομμύριο κατοχικές δραχμές και αν το έβρισκες και είχες να το πάρεις. Κάποιοι είχαν βρει σπόρο καπνού και είχαν φυτέψει κρυφά καπνό, αφού η καλλιέργειά του απαγορευόταν για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
    Τα χωράφια που καλλιεργούσαν καπνό βρίσκονταν αριστερά όπως κατεβαίνουμε το δρόμο του Πόρου, από τη Γούβα μέχρι κάτω τον Κάναλη. Μέχρι σήμερα τα λένε ακόμα καπνοχώραφα. Θεριακλής στο τσιγάρο και στην καλλιέργεια καπνού ήταν ο Αριστοτέλης Ξυράφης (Τέλιος). Το μυαλό έπρεπε να δουλέψει για να μπορέσεις να επιζήσεις.

Δημιουργείται «Επιτροπή Επισιτισμού» στο Αυλωνάρι
   Μπροστά σε αυτή την κατάσταση η Κοινότητα Αυλωναρίου δημιουργεί από το καλοκαίρι του 1941 «Επιτροπή Επισιτισμού». Στις 9 Σεπτεμβρίου 1941 η «Επιτροπή Επισιτισμού» συνεδριάζει στο Αυλωνάρι έπειτα από πρόσκληση του προέδρου της Κοινότητας Γεωργίου  Παπαναστασίου για την αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος και αποφασίζει να στείλει 3 μέλη στις σιτοπαραγωγικές περιφέρειες της Μακεδονίας για να ανταλλάξουν λάδι με σιτάρι και επιπλέον να αγοράσουν σιτάρι και καλαμπόκι.
    Μέλη της Επιτροπής που θα ταξιδέψει στη Μακεδονία ορίζονται ο Κοινοτικός Σύμβουλος Ιωάννης Ν. Κούκης, σαν πρόεδρος, ο Σταύρος Κ. Παπαγεωργίου και ο Γεώργιος Κιούσης.
    Διαβάζομε το Πρακτικό Συνεδρίασης.
                                 ΠΡΑΚΤΙΚΟ
   Εν Αυλωναρίω σήμερον την 9ην του μηνός Σεπτεμβρίου 1941 έτους ημέραν της εβδομάδος Δευτέραν και ώραν 10 π.μ. η κοινοτική Επιτροπή Επισιτισμού Αυλωναρίου συνελθούσα εις συνεδρίασιν κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου της κοινότητας δια την λήψιν αποφάσεως δια την αντιμετώπισιν του επισιτιστικού ζητηματος και συσκεφθείσα
                                       ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ
   Όπως αποσταλεί αντιπροσωπεία εις σιτοπαραγωγούς περιφερείας με τον σκοπόν της προμηθείας σίτου 1) Δι’ ανταλλαγής της εις χείρας μας ευρισκομένης ποσότητας εκ τριών χιλιάδων οκάδων ελαίου προερχομένου εκ προσφοράς τούτου παρά των κατοίκων με τον αποκλειστικόν σκοπόν ανταλλαγής του με σίτον. 2) Δια την αγοράν συμπληρωματικώς σίτου τοις μετρητοίς.
    Προς τον σκοπόν τούτον συνιστά επιτροπήν αποτελουμένην
εκ του Κοινοτ. Συμβούλου Ιωάννου Ν. Κούκη ως Προέδρου και των Σταύρου Κ. Παπαγεωργίου και Γεωργίου Κιούση ως μελών, την οποίαν εξουσιοδοτεί δυνάμει του παρόντος πρακτικού όπως μεταβή εις τας σιτοπαραγωγούς περιφερείας και προβή εις πάσαν σχετικήν ενέργειαν και πράξιν δια λογαρισμόν της  Κοινοτικης Επιτροπής Επισιτισμού Αυλωναρίου, υπογραφήν συμβάσεων και Συμφωνητικών, κανονισμού του ποσοστού ανταλλαγής ελαίου και σίτου, την δια χρημάτων αγοράν σίτου την ναύλωσιν μεταφορικών  μέσων και εν γένει εις πάσαν προς τον ανωτέρω σκοπόν σχετικήν ενέργειαν.
   Η ανωτέρω Επιτροπή οφείλει να παρουσιάση εις την Κοινοτικήν επιτροπήν αποδείξεις των γενομένων εξόδων, συμφωνητικά και λοιπά έγγραφα αφορώντα την ανταλλαγήν και αγοράν σίτου και εν γένει δικαιολογητικά αφορώντα τας δαπάνας της εργασίας ταύτης.
                        Εφ ω Συνετάγη το παρόν και υπογράφεται.
                                 
                                  Η  Ε Π Ι Τ Ρ Ο Π Η
                               Γεώργιος Θ. Γεωργιάδης, ιερεύς
                                   Ιωάννης Μαρούλης
                         Γεώργιος Παπαναστασίου, πρόεδρος Κοινότητος

   Την προηγούμενη μέρα 8 Σεπτεμβρίου 1941 το Γερμανικό Φρουραρχείο Αυλωναρίου είχε παραχωρήσει την σχετική άδεια για το ταξίδι της ανταλλαγής του σιταριού με το λάδι, προκειμένου οι Γερμανικές αρχές της Μακεδονίας να διευκολύνουν το έργο της.

    Από την πρώτη κιόλας μέρα η Επιτροπή Επισιτισμού άρχισε να μαζεύει λάδι από τους Αυλωναρίτες. Πολλές οικογένειες είχαν στα πιθάρια τους λάδι από τις προηγούμενες χρονιές, αφού οι ελιές αφθονούσαν στην περιοχή. Επίπλέον 1500 οκάδες επιτάχθηκαν από τα αποθέματα λαδιού του Γιάννη Κούκη που ήταν λαδέμπορας στο Αυλωνάρι. Το λάδι συγκεντρώθηκε σε βαρέλια και μεταφέρθηκε στη παραλία της Κύμης προκειμένου «να ταξιδέψει» στη Μακεδονία δια μέσου θαλάσσης.
    Σύμφωνα με την κατάσταση παραλαβής του «Ζυγολογίου Ελαίου της Κοινοτικής Επιτροπής Επισιτισμού Αυλωναρίου» που θεωρήθηκε από το Τελωνείο Κύμης συγκεντρώθηκαν 30 βαρέλια με καθαρό λάδι 4.558,75 οκάδες. Το λάδι έφυγε από το λιμάνι της Κύμης στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1941 συνοδευόμενο από τα τρία μέλη της Επιτροπής που ταξίδεψε στη Μακεδονία.
    Με άλλο έγγραφο του Γερμανικού Φρουραρχείου Αυλωναρίου και με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1941 βεβαιώνεται η ποσότητα των 4500 οκάδων λαδιού που συγκεντρώθηκε και «θεωρείται» από το Τελωνείο της Κύμης με ημερομηνία 25 Σεπτεμβρίου 1941 με προορισμό το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Τα τρία μέλη της Επιτροπής Επισιτισμού
Αυλωναρίου μεταβαίνουν στη Μακεδονία
    Τα βαρέλια με το λάδι πρέπει να έφθασαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στις 4 ή 5 Οκτωβρίου 1941. Με υπηρεσιακό σημείωμα το Στ! Αστυνομικό Τμήμα της Διευθύνσεως Αστυνομίας Θεσσαλονίκης της 7ης Οκτωβρίου 1941 βεβαιώνει την απόφαση της Αγορανομικής Επιτροπής Θεσσαλονίκης «ότι το έλαιον έχει διατιμηθεί δια της υπ’ αρ. 22 της 29-8-41 προς δραχμάς 200 κατ’ οκάν χονδρικής».
    Αρχίζει στη συνέχεια ο αγώνας της «Επισιτιστικής Επιτροπής» για την μεταφορά του λαδιού σε χωριά του νομού Πέλλας προκειμένου να γίνει η ανταλλαγή. Η μεταφορά γίνεται με τετράτροχα και κάρα όπως αυτή βεβαιώνεται από πολλές χειρόγραφες αποδείξεις των ιδιοκτητών των μεταφορικών μέσων.
    Σε έγγραφο της Νομαρχίας Πέλλας και ημερομηνία 13-10-1941 «δίδεται η άδεια μεταφοράς ανά εν βαρέλι ελαιολάδου εις τα κάτωθι χωριά, όπερ θα διανεμηθεί εις τους κατοίκους εξ ανταλλαγής μιας οκάς ελαίου αντί 6,5 οκάδων σίτου ή 7 οκάδες αρραβοσίτου».
   Τα χωριά είναι ο Άγιος Γεώργιος 7 βαρέλια, το Βαλτολιβάδι 6, το Σκανδάλι 2, η Καλλή 3, το Ορυκτάρι 5, τοΔροσερό 4, το Άνυδρον 5, η Καλλίπολις 1. Πολλά βαρέλια δόθηκαν στη Σκύδρα.
    Σίγουρα η μεταφορά του λαδιού δεν ήταν εύκολη υπόθεση, και έγινε σε εύλογο χρόνο. Οι δυσκολίες όμως προέκυψαν στη συνέχεια, όταν έγινε η ανταλλαγή και έπρεπε να μεταφερθούν τα σακιά με το σιτάρι, τον αραβόσιτο και τα πίτυρα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης για να σταλούν στο Αυλωνάρι.
    Το βεβαιώνουν δύο επιστολές που έστειλαν στον Ιωάννη Μαρούλη, η μεν πρώτη από τον Γιάννη Κούκη στις 8 Νοεμβρίου από τη Θεσσαλονίκη, η δε δεύτερη από τον Σταύρο Παπαγεωργίου από τη Σκύδρα στις 11-11-1941.

    Θεσσαλονίκη 8 Νοεμβρίου 1941

             Αγαπητέ Γιάννη
   Με το αναχωρήσαν σήμερον βενζινόπλοιο «Παυλάκης» αποστέλλομεν εις παραλαβήν σας 100 σάκκους πίτυρα τα οποία θα διανεμηθούν παρά της Κοινοτικής Επιτροπής  Επισιτισμού Αυλωναρίου με την τιμήν των δραχμών 40 κατ’ οκάν προτιμουμένων των αροτριόντων κτηνών. Τους ναύλους τους πληρώνεις εσύ αυτού εις τον πλοίαρχον προς δραχμάς 10 κατ’ οκάν ως έχομε συμφωνήσει.
   Σχετικώς δια την υπόθεσιν σίτου και αραβοσίτου σας πληροφορούμεν ότι αύτη βαίνει προς διευθέτησιν.
   Χθες βράδυ μας είπε ο αναπληρωτής του Γενικού Διευθυντού ότι αν του προσάγωμεν κατάστασιν ονομαστικήν των ανταλαζόντων παραγωγών, βεβαιουμένης παρά του προέδρου της Κοινότητας, ότι τα ανταλαγέντα είδη προέρχονται εκ του νομίμου παρακρατήματος αυτών θα μας επιτρέψει την μεταφοράν.
   Καταλαβαίνεις ότι η στεναχώρια μας και η φροντίδα μας είναι μεγάλη, αλλά λιγοστεύουν κατά τι, διότι όλες οι Επιτροπές με τα αυτά χαρτιά με μας είναι εις πολλήν χειροτέραν κατάστασιν. Τους έχουν κατασχεθεί και τα σιτάρια και τα λάδια και έχουν παραπεμθεί εις τον εισαγγελέα.
   Σήμερα  αναχωρούν ο Σταύρος και ο Γιώργος στα χωριά για τις καταστάσεις που γράφω.
                             Με αγάπη
                        Γιάννης Ν. Κούκης


                    Σκύδρα 11-11-1941
                 
                   Αγαπητέ μας Γιάννη
   Εύχομαι η επιστολή μου να σας εύρη όλους καλά. Όπως σας έγραψα και σε άλλην μου επιστολήν ότι την ημέραν της αναχωρήσεώς σας περί την 10 πρωινή εδεσμεύθησαν όλα τα πλοία του Λουδία και με συνοδεία μετεφέρθησαν εις Θεσσαλονίκην.
   Έκτοτε και μέχρι σήμερον αγωνιζόμεθα όλες οι Επιτροπές μαζί την αποδέσμευσιν του εμπορεύματος αν και εμείς εις ουδένα πλοίον δεν είχαμε τίποτα. Το δικό μας πράγμα ευρίσκεται εις αποθήκη Λουδία και εις διάφορα χωριά της ανταλαγής. Φροντίζομεν δε σήμερον να επιτύχωμεν άδεια του Γενικού Διευθυντού Μακεδονίας κυρίου Ραγκαβή, όστις μόλις χθες αφίχθη εις Θεσσαλονίκην διότι ο αντικαταστάτης κύριος Αφουξενίδης εδίσταζε να εκδώσει απόφασιν αποδεσμεύσεως.
   Σήμερον ελπίζομεν να ελευθεροθούμεν και φορτόσωμεν και απαλαγούμε από την μεγάλην μας αγωνία. Δεν φαντάζεσθε ποίας αγωνίας διερχόμεθα όλοι. Είχαμε φθάσει σε μεγάλην απόγνωσιν με όλους μας τους κόπους και μόχθους. Δεν θα ακούσομεν από κανέναν ένα ευχαριστώ, αλλά αυτό δεν μας ενδιαφέρει αρκεί μόνον να επιτύχει ο σκοπός μας και να έχομεν την συνείδησή μας αναπαυμένη, και εις το μέλλον ας έρθουν άλλοι καλλίτεροι από εμάς να αναλάβουν την πρωτοβουλίαν και τότε θα αναγνωρίσουν την αξίαν μας.
   Πιστεύω τα πίτυρα να τα ελάβατε. Σας εγράψαμε από Θεσσαλονίκη με τον Πρόεδρον να πουληθούνε εις τους κατοίκους 40 δραχμές κατ’ οκάν και να προτιμηθούν αυτοί που έχουν με ζευγάρι.
   Συ Γιάννη ήσουν τυχερός, έφυγες γρήγορα και απέφυγες τις βροχές και τον χειμώνα. Εβράχηκα χθες εις το χωριό Τριφύλι όπου είχα πάει να πάρω βεβαιώσεις από τον Πρόεδρον της Κοινότητος και να διαλαμβάνουν ότι το σιτάρι και το καλαμπόκι ήτο από το παρακράτημα των παραγωγών. Ο μπακάλης του χωριού με λυπήθηκε και μου έδωσε ρούχα μέχρι σώβρακο, αλλά ο μπακάλης ήτο λεπτός και τα ρούχα του δεν μου κάνανε και έμεινα μέσα σε ένα δωμάτιο του σπιτιού του επί τρεις ώρες κλεισμένος μέχρις ότου στεγνώσουν τα ρούχα μου.
   Δεν φαντάζεσαι με τι λαχτάρα περιμένω να φύγω και τότε θα μείνω ήσυχος να ξεκουραστώ από τους κόπους και μόχθους από τους οποίους οι πατριώτες χωριανοί δεν αισθάνονται.
   Έφυγα από την φυλακήν της Χαλκίδος ελεύθερος, λευκός εις την κοινωνίαν, να ησυχάσω να ξεκουραστώ εις το χωριό, και ήρθα και ανέλαβα μεγαλύτερα βάσανα κόπυς και μόχθους και τελευταία δεν θα ακούσω από κανέναν ένα ευχαριστώ. Στα γράφω αυτά διότι έχω πολύ στεναχωρηθεί. Και τελειώνω με την ευχήν, καλήν  αντάμωσιν.
                            
                             Χαιρετισμούς εις το σπίτι μου
                                        Με αγάπη
                                Σταύρος Παπαγεωργίου

    Από τις επιστολές διαπιστώνεται ότι τα σακιά με το σιτάρι και τον αραβόσιτο «δεσμεύθηκαν» κατόπιν απόφασης του Γενικού Διευθυντού Μακεδονίας διότι «δεν υπήρχαν ονομαστικές καταστάσεις των παραγωγών ότι τα ανταλλαγέντα είδη προέρχονται εκ του νομίμου παρακρατήματος αυτών». Προφανώς υπήρχαν υποψίες και φόβοι ότι γινόταν «εμπόριον μαύρης αγοράς» και ήθελαν οι αρχές να το αποτρέψουν.
    Έτσι αρχίζει ο αγώνας των Επιτροπών ανταλλαγής των προϊόντων μαζί και της «Επισιτιστικής Επιτροπής Αυλωναρίου» να πεισθεί ο νέος Γενικός Διευθυντής Μακεδονίας κ. Ραγκαβής να δώσει «άδεια αποδεσμεύσεως των προϊόντων» που βρίσκονται δεσμευμένα σε πλοία και σε αποθήκες του Λουδία, διότι ο προηγούμενος «κ. Αφουξενίδης εδίσταζε να εκδώσει».
    Μέσα από τις επιστολές, και κυρίως αυτή του Σταύρου Παπαγεωργίου φαίνεται επίσης η αγωνία, οι κόποι και οι κακουχίες που αντιμετώπισαν τα μέλη της Επιτροπής από τον βροχερό χειμώνα και τη λάσπη του κάμπου της Θεσσαλονίκης, προκειμένου να φθάσει σε αίσιο τέλος η προσπάθειά τους.
    Και σαν να μην έφτανε μόνο αυτό, άρχισε να υπάρχει λόγω της καθυστέρησης των προϊόντων μεγάλη αμφισβήτηση εκ μέρους των κατοίκων του Αυλωναρίου προς τα μέλη της Επισιτιστικής Επιτροπής. Κυκλοφόρησαν σενάρια ότι καρπώνονται προς ίδιον όφελος ακόμη και χρήματα, πράγμα που βεβαίως δεν ευσταθούσε.
    Τελικά ο νέος Γενικός Διευθυντής Μακεδονίας κ. Ραγκαβής υπέγραψε την αποδέσμευση των προϊόντων αφού τα μέλη της Επισιτιστικής Επιτροπής Αυλωναρίου προσκόμισαν τις καταστάσεις των κατοίκων των χωριών του νομού Πέλλας που συγκέντρωσαν όπως διαβάζομε από τις επιστολές «μετά κόπων και βασάνων». Είχαν προλάβει εν τω μεταξύ να στείλουν 100 σακιά πίτυρα (περίπου 2.000 οκάδες) στις 4-11-1941, τα οποία και μοιράστηκαν στους κατοίκους του Αυλωναρίου για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας.
    Τα σακιά με το σιτάρι και το καλαμπόκι έφτασαν τελικά στο Αυλωνάρι στις αρχές Γενάρη του 1942. Λόγω των πολλών βροχών τα προϊόντα ήταν υγρά και οι Αυλωναρίτες άναψαν τους φούρνους για να τα στεγνώσουν, πριν τα πάνε στους μύλους για αλεύρι. Ο χειμώνας του 1941 προς 1942 ήταν για όλη την Ελλάδα πολύ δύσκολος. Όμως το σιτάρι και το καλαμπόκι που έφερε η «Επιτροπή Επισιτισμού» μετρίασε την πείνα των κατοίκων.
    Κλείνω το σημερινό κείμενο, παραθέτοντας χωρίς σχόλια, τα συμπεράσματα για τα γεγονότα γύρω από την ανταλλαγή των προϊόντων, ενός εκ των πρωταγωνιστών της «Επισιτιστικής Επιτροπής Αυλωναρίου», του προέδρου της Γιάννη Κούκη, έτσι όπως μου τα αφηγήθηκε ο γιος του Νίκος Κούκης. «Αποτέλεσμα της εις Αριδαία μεταβάσεως ήταν να πληρωθεί εκ των υστέρων 1500 οκάδες λάδι σε λεφτά πληθωρικά, να χάσει περί τα 150 σακιά, να χάσει 10 βαρέλια και να καταστρέψει τα υπόλοιπα20 και να ταλαιπωρηθεί τρεις μήνες. Άκουσε «τα εξ αμάξης» από τον κόσμο, ως να επρόκειτο περί καταχραστού και κινδύνευσε τη ζωή του, διότι η εποχή ήταν μαύρη κατοχή. Η μόνη ωφέλεια που προέκυψε ήταν ότι πήρε περί τις 300 οκάδες σιτάρι και καλαμπόκι και δεν πεινάσαμε. Συμπέρασμα. Ουδέποτε πρέπει κανένας να μπερδεύεται εις τα κοινά ζητήματα και μάλιστα σε εποχές έκρυθμων καταστάσεων».

      Βιβλιογραφία
  1. Δημήτρη Σγούρου, «Το Αυλωνάρι στη Γερμανική και την Ιταλική κατοχή», Περιοδικό ΡΟΠΤΡΟ, αριθμός τεύχους 18, ΠΑΣΧΑ του 2006
  2. Νικόλαου Κούκη, «Σκόρπιες αναμνήσεις της Γερμανικής και Ιταλικής Κατοχής»,Περιοδικό ΡΟΠΤΡΟ, αριθμός τεύχους 18, ΠΑΣΧΑ του 2006
  3. Κατερίνα Παπαδοπούλου, «Επισιτιστική πολιτική και επισιτισμός στη Θεσσαλονίκη την περίοδο της κατοχής», Μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Φ.Λ.Σ., Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1992
  4. Προφορική αφήγηση Νίκου Κούκη τον Ιανουάριο του 2005
  5. Βάσου Μαθιόπουλου, «Εικόνες Κατοχής», Εκδόσεις Μετόπη, Αθήνα 1980
  6. Δημήτρη Δεμερτζή, «Η κατάληψη της Χαλκίδας», «Εύβοια 3», έκδοση της εφημερίδας «Προοδευτική Εύβοια», Χαλκίδα 1981

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου